- νοθεύει
- νοθεύωcorruptpres ind mp 2nd sgνοθεύωcorruptpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοθευτής — ο (Α νοθευτής) [νοθεύω] αυτός που νοθεύει, που παραποιεί … Dictionary of Greek
νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… … Dictionary of Greek
Αμπαού — (3ος αι. μ.Χ.).Εβραίος λόγιος από την Παλαιστίνη, φημισμένος ταλμουδιστής και ελληνιστής. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο υφασμάτων, από το οποίο απέκτησε μεγάλη περιουσία. Ο Α. ήταν αντίθετος στη διδασκαλία της τρισυπόστατης και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Χέλντερλιν, Φρίντριχ — (Holderlin, Λάουφεν 1770 – Τίμπινγκεν 1843). Γερμανός ποιητής. Aρχικά επιδόθηκε σε θεολογικές σπουδές και μεταξύ 1790 και 1791 συνδέθηκε με εποικοδομητική φιλία με τον Χέγγελ και τον Σέλινγκ: από τη συνάντηση αυτή γεννήθηκε ίσως ο ρομαντικός… … Dictionary of Greek
αλειμματάς — ο πληθ. άδες, αυτός που νοθεύει το βούτυρο με λίπος: Μερικοί βουτυρέμποροι είναι αλειμματάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νοθεύει για να εξαπατήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοθεύω — νόθεψα, νοθεύτηκα, νοθεμένος και νοθευμένος 1. αλλοιώνω τα συστατικά πράγματος: Νοθεύονται τα καύσιμα. 2. παραποιώ, καταστρέφω τη γνησιότητα πράγματος: Η προσωποληψία νοθεύει τη βούληση του πολίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)